Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποσότης
ποσόω
ποσσῆμαρ
ποσσίκλυτος
ποσσίκροτος
ποσταῖος
ποστημόριον
πόστος
Ποστούμιος
ποσώδης
ποταινί
ποταίνιος
ποταμεύς
ποταμηγός
ποταμηδόν
ποταμηνή
ποταμηπόρος
ποτάμιον
Ποτάμιος
ποτάμιος
Πόταμις
View word page
ποταινί
recently

ShortDef

recently

Debugging

Headword:
ποταινί
Headword (normalized):
ποταινί
Headword (normalized/stripped):
ποταινι
IDX:
72431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72432
Key:

Data

{'content': 'recently'}