Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποσός
ποσότης
ποσόω
ποσσῆμαρ
ποσσίκλυτος
ποσσίκροτος
ποσταῖος
ποστημόριον
πόστος
Ποστούμιος
ποσώδης
ποταινί
ποταίνιος
ποταμεύς
ποταμηγός
ποταμηδόν
ποταμηνή
ποταμηπόρος
ποτάμιον
Ποτάμιος
ποτάμιος
View word page
ποσώδης
quantitative
ShortDef
quantitative
Debugging
Headword:
ποσώδης
Headword (normalized):
ποσώδης
Headword (normalized/stripped):
ποσωδης
IDX:
72430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72431
Key:
Data
{'content': 'quantitative'}