Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
ἀνεπιβάρητος
ἀνεπιβασία
ἀνεπίβατος
View word page
ἀνεπέκτατος
not lengthened
ShortDef
not lengthened
Debugging
Headword:
ἀνεπέκτατος
Headword (normalized):
ἀνεπέκτατος
Headword (normalized/stripped):
ανεπεκτατος
IDX:
7242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7243
Key:
Data
{'content': 'not lengthened'}