Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ποσιδήϊος
Ποσιδηϊών
πόσιμος
ποσίνδα
πόσις
πόσις2
ποσοποιός
πόσος
ποσός
ποσότης
ποσόω
ποσσῆμαρ
ποσσίκλυτος
ποσσίκροτος
ποσταῖος
ποστημόριον
πόστος
Ποστούμιος
ποσώδης
ποταινί
ποταίνιος
View word page
ποσόω
to reckon up, count

ShortDef

to reckon up, count

Debugging

Headword:
ποσόω
Headword (normalized):
ποσόω
Headword (normalized/stripped):
ποσοω
IDX:
72422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72423
Key:

Data

{'content': 'to reckon up, count'}