Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
ἀνεπιβάρητος
ἀνεπιβασία
View word page
ἀνεπείσακτος
not adventitious, native, instinctive

ShortDef

not adventitious, native, instinctive

Debugging

Headword:
ἀνεπείσακτος
Headword (normalized):
ἀνεπείσακτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπεισακτος
IDX:
7241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7242
Key:

Data

{'content': 'not adventitious, native, instinctive'}