Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
View word page
ἀνεπαφρόδιτος
without Ἀφροδίτη, not enjoying her favours

ShortDef

without Ἀφροδίτη, not enjoying her favours

Debugging

Headword:
ἀνεπαφρόδιτος
Headword (normalized):
ἀνεπαφρόδιτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπαφροδιτος
IDX:
7239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7240
Key:

Data

{'content': 'without Ἀφροδίτη, not enjoying her favours'}