Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
View word page
ἀγριάνθρωπος
wild man, savage

ShortDef

wild man, savage

Debugging

Headword:
ἀγριάνθρωπος
Headword (normalized):
ἀγριάνθρωπος
Headword (normalized/stripped):
αγριανθρωπος
IDX:
723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-724
Key:

Data

{'content': 'wild man, savage'}