Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυροφορία
πορφυρόχροος
πορφύρω
πορφυρώματα
πόρω
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσαπλοῦς
ποσάπους
ποσάχορδος
ποσαχῶς
πόσε
ποσεία
Ποσειδαῖα
Ποσειδανιασταί
Ποσειδῶν
Ποσειδωνία
Ποσειδωνιάτης
Ποσειδώνιον
Ποσειδώνιος
Ποσειδωνοπετής
View word page
ποσαχῶς
in how many ways?

ShortDef

in how many ways?

Debugging

Headword:
ποσαχῶς
Headword (normalized):
ποσαχῶς
Headword (normalized/stripped):
ποσαχως
IDX:
72393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72394
Key:

Data

{'content': 'in how many ways?'}