Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφυροσχήμων
πορφυροφορία
πορφυρόχροος
πορφύρω
πορφυρώματα
πόρω
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσαπλοῦς
ποσάπους
ποσάχορδος
ποσαχῶς
πόσε
ποσεία
View word page
πορφύρω
gleams darkly

ShortDef

gleams darkly

Debugging

Headword:
πορφύρω
Headword (normalized):
πορφύρω
Headword (normalized/stripped):
πορφυρω
IDX:
72385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72386
Key:

Data

{'content': 'gleams darkly'}