Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφυροσχήμων
πορφυροφορία
πορφυρόχροος
πορφύρω
πορφυρώματα
πόρω
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσαπλοῦς
ποσάπους
ποσάχορδος
ποσαχῶς
View word page
πορφυροφορία
wearing of purple garments
ShortDef
wearing of purple garments
Debugging
Headword:
πορφυροφορία
Headword (normalized):
πορφυροφορία
Headword (normalized/stripped):
πορφυροφορια
IDX:
72383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72384
Key:
Data
{'content': 'wearing of purple garments'}