Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφυροσχήμων
πορφυροφορία
πορφυρόχροος
πορφύρω
πορφυρώματα
πόρω
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσαπλοῦς
ποσάπους
View word page
πορφυρόστρωτος
spread with purple cloth

ShortDef

spread with purple cloth

Debugging

Headword:
πορφυρόστρωτος
Headword (normalized):
πορφυρόστρωτος
Headword (normalized/stripped):
πορφυροστρωτος
IDX:
72381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72382
Key:

Data

{'content': 'spread with purple cloth'}