Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφυροσχήμων
πορφυροφορία
πορφυρόχροος
πορφύρω
πορφυρώματα
πόρω
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσαπλοῦς
View word page
πορφυροπώλης
a dealer in purple

ShortDef

a dealer in purple

Debugging

Headword:
πορφυροπώλης
Headword (normalized):
πορφυροπώλης
Headword (normalized/stripped):
πορφυροπωλης
IDX:
72380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72381
Key:

Data

{'content': 'a dealer in purple'}