Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφυροσχήμων
πορφυροφορία
πορφυρόχροος
πορφύρω
πορφυρώματα
πόρω
ποσάκις
View word page
πορφυρόνωτος
purple-backed
ShortDef
purple-backed
Debugging
Headword:
πορφυρόνωτος
Headword (normalized):
πορφυρόνωτος
Headword (normalized/stripped):
πορφυρονωτος
IDX:
72378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72379
Key:
Data
{'content': 'purple-backed'}