Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφυροσχήμων
πορφυροφορία
πορφυρόχροος
πορφύρω
πορφυρώματα
View word page
πορφυροκλέπτης
stealer of purple

ShortDef

stealer of purple

Debugging

Headword:
πορφυροκλέπτης
Headword (normalized):
πορφυροκλέπτης
Headword (normalized/stripped):
πορφυροκλεπτης
IDX:
72376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72377
Key:

Data

{'content': 'stealer of purple'}