Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφυροσχήμων
πορφυροφορία
View word page
πορφυροεργής
wrought of purple

ShortDef

wrought of purple

Debugging

Headword:
πορφυροεργής
Headword (normalized):
πορφυροεργής
Headword (normalized/stripped):
πορφυροεργης
IDX:
72373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72374
Key:

Data

{'content': 'wrought of purple'}