Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
View word page
πορφυροδίνης
with purple eddies

ShortDef

with purple eddies

Debugging

Headword:
πορφυροδίνης
Headword (normalized):
πορφυροδίνης
Headword (normalized/stripped):
πορφυροδινης
IDX:
72370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72371
Key:

Data

{'content': 'with purple eddies'}