Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
View word page
ἀνεπανόρθωτος
irreparable

ShortDef

irreparable

Debugging

Headword:
ἀνεπανόρθωτος
Headword (normalized):
ἀνεπανόρθωτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπανορθωτος
IDX:
7236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7237
Key:

Data

{'content': 'irreparable'}