Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
View word page
πορφυροβαφία
purpledveing

ShortDef

purpledveing

Debugging

Headword:
πορφυροβαφία
Headword (normalized):
πορφυροβαφία
Headword (normalized/stripped):
πορφυροβαφια
IDX:
72368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72369
Key:

Data

{'content': 'purpledveing'}