Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
View word page
πορφυροβαφεῖον
dye-house for purple

ShortDef

dye-house for purple

Debugging

Headword:
πορφυροβαφεῖον
Headword (normalized):
πορφυροβαφεῖον
Headword (normalized/stripped):
πορφυροβαφειον
IDX:
72367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72368
Key:

Data

{'content': 'dye-house for purple'}