Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
View word page
πορφυρόβαπτος
purple-dyed
ShortDef
purple-dyed
Debugging
Headword:
πορφυρόβαπτος
Headword (normalized):
πορφυρόβαπτος
Headword (normalized/stripped):
πορφυροβαπτος
IDX:
72366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72367
Key:
Data
{'content': 'purple-dyed'}