Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
View word page
πορφυρίων
the water-hen

ShortDef

Porphyrion
the water-hen

Debugging

Headword:
πορφυρίων
Headword (normalized):
πορφυρίων
Headword (normalized/stripped):
πορφυριων
IDX:
72365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72366
Key:

Data

{'content': 'the water-hen'}