Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
View word page
Πορφυρίων
Porphyrion
ShortDef
Porphyrion
the water-hen
Debugging
Headword:
Πορφυρίων
Headword (normalized):
πορφυρίων
Headword (normalized/stripped):
πορφυριων
IDX:
72364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72365
Key:
Data
{'content': 'Porphyrion'}