Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
View word page
πορφυρῖτις
porphyry

ShortDef

porphyry

Debugging

Headword:
πορφυρῖτις
Headword (normalized):
πορφυρῖτις
Headword (normalized/stripped):
πορφυριτις
IDX:
72363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72364
Key:

Data

{'content': 'porphyry'}