Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
View word page
πορφυριτικός
of porphyry
ShortDef
of porphyry
Debugging
Headword:
πορφυριτικός
Headword (normalized):
πορφυριτικός
Headword (normalized/stripped):
πορφυριτικος
IDX:
72362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72363
Key:
Data
{'content': 'of porphyry'}