Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
View word page
πορφυρίς
a purple garment
ShortDef
a purple garment
Debugging
Headword:
πορφυρίς
Headword (normalized):
πορφυρίς
Headword (normalized/stripped):
πορφυρις
IDX:
72360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72361
Key:
Data
{'content': 'a purple garment'}