Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
View word page
πορφύριον
purple-dyed stuff

ShortDef

purple-dyed stuff

Debugging

Headword:
πορφύριον
Headword (normalized):
πορφύριον
Headword (normalized/stripped):
πορφυριον
IDX:
72359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72360
Key:

Data

{'content': 'purple-dyed stuff'}