Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
View word page
ἀνεπάνακτος
not to be brought back

ShortDef

not to be brought back

Debugging

Headword:
ἀνεπάνακτος
Headword (normalized):
ἀνεπάνακτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπανακτος
IDX:
7235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7236
Key:

Data

{'content': 'not to be brought back'}