Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφία
View word page
πορφυρική
monopoly of purple-dyeing industry

ShortDef

monopoly of purple-dyeing industry

Debugging

Headword:
πορφυρική
Headword (normalized):
πορφυρική
Headword (normalized/stripped):
πορφυρικη
IDX:
72358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72359
Key:

Data

{'content': 'monopoly of purple-dyeing industry'}