Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
View word page
πορφυρίζω
to be purplish

ShortDef

to be purplish

Debugging

Headword:
πορφυρίζω
Headword (normalized):
πορφυρίζω
Headword (normalized/stripped):
πορφυριζω
IDX:
72357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72358
Key:

Data

{'content': 'to be purplish'}