Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
View word page
πορφυρεύω
to catch purple fish

ShortDef

to catch purple fish

Debugging

Headword:
πορφυρεύω
Headword (normalized):
πορφυρεύω
Headword (normalized/stripped):
πορφυρευω
IDX:
72356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72357
Key:

Data

{'content': 'to catch purple fish'}