Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
πορφυρίων
View word page
πορφυρευτικός
of or for a purple-fisher or purple-dyer
ShortDef
of or for a purple-fisher or purple-dyer
Debugging
Headword:
πορφυρευτικός
Headword (normalized):
πορφυρευτικός
Headword (normalized/stripped):
πορφυρευτικος
IDX:
72355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72356
Key:
Data
{'content': 'of or for a purple-fisher or purple-dyer'}