Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
Πορφυρίων
View word page
πορφυρεύς
a fisher for purple fish

ShortDef

a fisher for purple fish

Debugging

Headword:
πορφυρεύς
Headword (normalized):
πορφυρεύς
Headword (normalized/stripped):
πορφυρευς
IDX:
72354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72355
Key:

Data

{'content': 'a fisher for purple fish'}