Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
πορφυρῖτις
View word page
πορφύρεος
darkgleaming, dark

ShortDef

darkgleaming, dark

Debugging

Headword:
πορφύρεος
Headword (normalized):
πορφύρεος
Headword (normalized/stripped):
πορφυρεος
IDX:
72353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72354
Key:

Data

{'content': 'darkgleaming, dark'}