Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυριτικός
View word page
πορφυρεῖον
dyehouse for purple

ShortDef

dyehouse for purple

Debugging

Headword:
πορφυρεῖον
Headword (normalized):
πορφυρεῖον
Headword (normalized/stripped):
πορφυρειον
IDX:
72352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72353
Key:

Data

{'content': 'dyehouse for purple'}