Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφυρίς
πορφυρίτης
View word page
πορφυρανθής
with purple blossom

ShortDef

with purple blossom

Debugging

Headword:
πορφυρανθής
Headword (normalized):
πορφυρανθής
Headword (normalized/stripped):
πορφυρανθης
IDX:
72351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72352
Key:

Data

{'content': 'with purple blossom'}