Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
View word page
πορτιτρόφος
nourishing calves

ShortDef

nourishing calves

Debugging

Headword:
πορτιτρόφος
Headword (normalized):
πορτιτρόφος
Headword (normalized/stripped):
πορτιτροφος
IDX:
72349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72350
Key:

Data

{'content': 'nourishing calves'}