Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίζω
πορφυρική
View word page
πόρτις
a calf, young heifer

ShortDef

a calf, young heifer

Debugging

Headword:
πόρτις
Headword (normalized):
πόρτις
Headword (normalized/stripped):
πορτις
IDX:
72348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72349
Key:

Data

{'content': 'a calf, young heifer'}