Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
View word page
πόρταξ
a calf
ShortDef
a calf
Debugging
Headword:
πόρταξ
Headword (normalized):
πόρταξ
Headword (normalized/stripped):
πορταξ
IDX:
72346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72347
Key:
Data
{'content': 'a calf'}