Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφυρανθής
πορφυρεῖον
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
View word page
πόρσω
beyond, further
ShortDef
beyond, further
Debugging
Headword:
πόρσω
Headword (normalized):
πόρσω
Headword (normalized/stripped):
πορσω
IDX:
72345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72346
Key:
Data
{'content': 'beyond, further'}