Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
πορτιτρόφος
View word page
πόρπη
a buckle-pin

ShortDef

a buckle-pin

Debugging

Headword:
πόρπη
Headword (normalized):
πόρπη
Headword (normalized/stripped):
πορπη
IDX:
72339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72340
Key:

Data

{'content': 'a buckle-pin'}