Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
View word page
ἀνέπακτος
not brought in

ShortDef

not brought in

Debugging

Headword:
ἀνέπακτος
Headword (normalized):
ἀνέπακτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπακτος
IDX:
7233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7234
Key:

Data

{'content': 'not brought in'}