Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
πόρτις
View word page
πορπάω
to fasten with a buckle, to buckle

ShortDef

to fasten with a buckle, to buckle

Debugging

Headword:
πορπάω
Headword (normalized):
πορπάω
Headword (normalized/stripped):
πορπαω
IDX:
72338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72339
Key:

Data

{'content': 'to fasten with a buckle, to buckle'}