Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
πορτᾶς
View word page
πορπαφόρος
wearing a brooch

ShortDef

wearing a brooch

Debugging

Headword:
πορπαφόρος
Headword (normalized):
πορπαφόρος
Headword (normalized/stripped):
πορπαφορος
IDX:
72337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72338
Key:

Data

{'content': 'wearing a brooch'}