Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
πόρταξ
View word page
πόρπαξ
the handle

ShortDef

the handle

Debugging

Headword:
πόρπαξ
Headword (normalized):
πόρπαξ
Headword (normalized/stripped):
πορπαξ
IDX:
72336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72337
Key:

Data

{'content': 'the handle'}