Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
πόρσω
View word page
πόρπαμα
garment fastened with a πόρπη

ShortDef

garment fastened with a πόρπη

Debugging

Headword:
πόρπαμα
Headword (normalized):
πόρπαμα
Headword (normalized/stripped):
πορπαμα
IDX:
72335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72336
Key:

Data

{'content': 'garment fastened with a πόρπη'}