Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
πορσαίνω
πορσύνω
View word page
πορπακίζομαι
grasp
ShortDef
grasp
Debugging
Headword:
πορπακίζομαι
Headword (normalized):
πορπακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
πορπακιζομαι
IDX:
72334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72335
Key:
Data
{'content': 'grasp'}