Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
πορρωτέρωθεν
View word page
πόρος
a means of passing/providing, provision

ShortDef

a means of passing/providing, provision

Debugging

Headword:
πόρος
Headword (normalized):
πόρος
Headword (normalized/stripped):
πορος
IDX:
72332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72333
Key:

Data

{'content': 'a means of passing/providing, provision'}