Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
πορπίον
View word page
ποροποιία
state of the pores

ShortDef

state of the pores

Debugging

Headword:
ποροποιία
Headword (normalized):
ποροποιία
Headword (normalized/stripped):
ποροποιια
IDX:
72331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72332
Key:

Data

{'content': 'state of the pores'}