Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
πορπηδόν
View word page
ποροποιέω
open the pores
ShortDef
open the pores
Debugging
Headword:
ποροποιέω
Headword (normalized):
ποροποιέω
Headword (normalized/stripped):
ποροποιεω
IDX:
72330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72331
Key:
Data
{'content': 'open the pores'}