Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
πόρνος
πορνοτελώνης
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
πορπάω
πόρπη
View word page
πορνοφίλης
loving harlots
ShortDef
loving harlots
Debugging
Headword:
πορνοφίλης
Headword (normalized):
πορνοφίλης
Headword (normalized/stripped):
πορνοφιλης
IDX:
72329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72330
Key:
Data
{'content': 'loving harlots'}